- μαρμαρουργικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τέχνη τού μαρμαρουργού2. αυτός που χρησιμεύει στον μαρμαρά3. το θηλ. ως ουσ. η μαρμαρουργικήη μαρμαρική, η τέχνη τού μαρμαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρμαρουργός. Ο τ. μαρμαρουργική είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. marbrerie, και μαρτυρείται από το 1895 στο Λεξικόν στρατιωτικών όρων τού Αντ. θ. Ηπίτη].
Dictionary of Greek. 2013.